- τεθνειώς
- τέθναθι, τεθνάμεναι, τεθνᾶσι, τεθνεώς, τεθνηώς, τεθνειώς: see θνήσκω.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
τεθνειώς — θνήσκω perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)